ρωποπωλώ

ρωποπωλώ
-έω, Α [ῥωποπώλης]
είμαι πωλητής μικρών και ευτελών αντικειμένων, είμαι ψιλικατζής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρωπεύω — (I) Α [ῥώψ (Ι), ῥωπός] κόβω μικρά ξύλα. (II) Α [ῥῶπος] (κατά τον Ησύχ.) ῥωποπωλῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”